Μεγάλες διαστάσεις έχει λάβει τα τελευταία χρόνια το ζήτημα των πλαστών πτυχίων – πιστοποιητικών που χρησιμοποίησαν εκατοντάδες δημόσιοι υπάλληλοι προκειμένου να εξασφαλίσουν μια θέση στο Δημόσιο. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα οι ποινές που επιβλήθηκαν από το Δικαστήριο θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν τουλάχιστον εξοντωτικές, αγγίζοντας τα 15 και 20 χρόνια κάθειρξης, διότι η ζημία του δημοσίου θεωρήθηκε ότι ανήρχετο σε υπέρογκα χρηματικά ποσά, δεδομένης της πολυετούς απασχόλησης των υπαλλήλων.
Από νομικής απόψεως, σε τέτοιες περιπτώσεις υπερισχύει της διάταξης του αρ. 216 για την απλή πλαστογραφία, το ειδικότερο άρ. 217 παρ. 1 ΠΚ, στο οποίο προβλέπεται ότι όποιος με σκοπό να διευκολύνει την άμεση συντήρηση, την κίνηση ή την κοινωνική πρόοδο αυτού του ιδίου ή άλλου καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει πιστοποιητικό ή μαρτυρικό ή άλλο έγγραφο που μπορεί να χρησιμεύσει συνήθως για τέτοιους σκοπούς ή εν γνώσει του χρησιμοποιεί τέτοιο πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρις ενός έτους ή με χρηματική ποινή.
Επομένως, η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της πλαστογραφίας πιστοποιητικού συνίσταται στην κατάρτιση πλαστού ή νόθευση εγγράφου δημοσίου ή ιδιωτικού, που ανήκει στην κατηγορία των πιστοποιητικών ή μαρτυρικών.
Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος απαιτείται δόλος, δηλαδή η γνώση και η θέληση από τον υπαίτιο των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την εν λόγω πράξη, με σκοπό την άμεση συντήρηση του, την κίνηση ή την κοινωνική πρόοδο του ιδίου ή άλλου προσώπου, δηλαδή τη δημιουργία ωφέλειας αυτού ή άλλου εμπλεκόμενου προσώπου, ωφέλεια βέβαια που συνήθως είναι οικονομική.
Ένα από τα ζητήματα που προκύπτει λοιπόν είναι το μέγεθος της ωφέλειας του υπαιτίου, το οποίο λογίζεται αντίστοιχα και ως ζημία του Δημοσίου, με τη συνακόλουθη βλάβη και του τρίτου που θα είχε διορισθεί εάν δεν είχε τελεστεί το εν λόγω αδίκημα.
Σε περιπτώσεις μονίμων υπαλλήλων έχει θεωρηθεί ότι τελέστηκε κακουργηματική πλαστογραφία, λόγω της μεγάλης ζημίας του Δημοσίου. Πλην όμως έχουν εξαχθεί πολλές εσφαλμένες καταδικαστικές αποφάσεις επί του θέματος, διότι δεν έχει ληφθεί υπόψιν, ως όφειλε, ότι παράλληλα ο υπαίτιος παρείχε κανονικά τις υπηρεσίες του, και σε πολλές περιπτώσεις η προϋπόθεση της ύπαρξης προσόντων, τα οποία πιστοποίησε με την πλαστογραφία, ήταν μόνο τυπική, επομένως δεν τον εμπόδιζε για την απρόσκοπτη εκπλήρωση των καθηκόντων του.
Βέβαια, η κάθε περίπτωση πρέπει να εξετάζεται κάτω από τις δικές της συνθήκες και να λαμβάνονται υπόψιν και τα αντίστοιχα ελαφρυντικά, ώστε να μην καταλήγουμε σε εξοντωτική και εν τέλει άδικη εφαρμογή του νόμου.